- προσεκκαίω
- Α [ἐκκαίω]1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ.β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» — αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.).
Dictionary of Greek. 2013.