προσεκκαίω

προσεκκαίω
Α [ἐκκαίω]
1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως
2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ.
β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» — αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Հրով կիզուլ՝ տոչորել եւ ծախել. էրել. ... որպէս καίω, ἑκκαίω, κατακαίω uro, exuro, comburo *Ոսկերս մարդկան այրեսցէ ʼի վերայ քո: Հուր բորբոքեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”